ξαγορεύω

ξαγορεύω
μετ. , αμετ. исповедовать(ся)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ξαγορεύω" в других словарях:

  • ξαγορεύω — (Μ ξαγορεύω) βλ. εξαγορεύω …   Dictionary of Greek

  • (ε)ξαγορεύω — (ε)ξαγόρεψα, (ε)ξαγορεύτηκα, μτβ. 1. (για ιερέα), εξομολογώ κάποιον. 2. το μέσ., (ε)ξαγορεύομαι εξομολογούμαι τα κρίματά μου στον ξαγορευτή (τον εξομολόγο, τον πνευματικό). ξαγορεύω ξαγόρεψα, ξαγορεύτηκα 1. μτβ., εξομολογώ κάποιον. 2. αμτβ.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξαγορεύω — και ξαγορεύω (AM ἐξαγορεύω) [αγορεύω] 1. αποκαλύπτω μυστικό, εκμυστηρεύομαι υπό εχεμύθεια 2. (για πνευματικό) εξομολογώ 3. λέω φανερά, αποκαλύπτω με σαφήνεια 4. αποκαλύπτω κάτι μελλοντικό 5. μέσ. εξαγορεύομαι εξομολογούμαι τις αμαρτίες μου μσν.… …   Dictionary of Greek

  • ξαγόρεμα — το [ξαγορεύω] η εξομολόγηση …   Dictionary of Greek

  • ξαγόρεμα — το, ατος 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξαγορεύω, η εξομολόγηση. 2. βολιδοσκόπηση. 3. συμβουλή, νουθεσία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»